παράλπιος

παράλπιος
και παράλπειος, -α, -ο / παράλπιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις 'Αλπεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + Άλπεις (πληθ. αριθ. τού Άλπις). Ο τ. παράλπειος μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραλπίους — παράλπιος dwelling near the Alps masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλπειος — α, ο βλ. παράλπιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”